- ἀκάκυντος
- ἀκᾰκ-υντος, ον, = sq.,A
αἰτίας Hierocl.
in CA 1 p.418M., cf. 3p.424M. Adv.-τως Id.Prov.p.462B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰτίας Hierocl.
in CA 1 p.418M., cf. 3p.424M. Adv.-τως Id.Prov.p.462B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακάκυντος — ἀκάκυντος, ον (Α) [κακύνω] αυτός που δεν υπόκειται σε κακοποίηση, που δεν είναι δυνατόν να κακοποιηθεί … Dictionary of Greek
ἀκακύντως — ἀκάκυντος in CA 1 adverbial ἀκάκυντος in CA 1 masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάκυντον — ἀκάκυντος in CA 1 masc/fem acc sg ἀκάκυντος in CA 1 neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακύντους — ἀκάκυντος in CA 1 masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)